αιθεροειδης

αιθεροειδης
    αἰθεροειδής
    αἰθερο-ειδής
    2
    имеющий вид эфира, эфирный, воздушный
    

(σώματα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αιθεροειδης" в других словарях:

  • αἰθεροειδής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθεροειδής — ές (Α αἰθεροειδής) ο όμοιος με τον αιθέρα, αιθέριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + ειδής < εἶδος] …   Dictionary of Greek

  • αἰθεροειδῆ — αἰθεροειδής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰθεροειδής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰθεροειδής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθεροειδέστερον — αἰθεροειδής adverbial comp αἰθεροειδής masc acc comp sg αἰθεροειδής neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθεροειδεῖ — αἰθεροειδής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἰθεροειδής masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθεροειδές — αἰθεροειδής masc/fem voc sg αἰθεροειδής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθεροειδοῦς — αἰθεροειδής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

  • αιθεριώδης — ες (Α αἰθεριώδης) [αἰθήρ] ο αιθεροειδής* …   Dictionary of Greek

  • αιθερόμορφος — η, ο ο όμοιος με τον αιθέρα, αιθέριος, αιθεροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιθέρας + μορφος < μορφή) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»